-
1 барабан
1. маш. το τύμπαν/ο, ο κύλινδροςгрузовой - см. грузоподъёмный -зубчатый - кфт. οδοντωτό -сепарационный (тепл.) - διαχωρισμούтормозной - πέδης/φρένουцепной - αλύσεως, το έλικτρο της αλύσεωςчешуеочисти-тельный - с.-х. ο απολεπιστής, ο καθαριστήραςшвартовный мор. - πρόσδεσης- шпиля мор. - του εργάτη το έλικτρο του εργάτη2. арх. το τύμπανο, το στήριγμα τρούλου (κυκλικής, ελλειπτικής ή πολυγωνικής κάτοψης), πάνω στο οποίο στηρίζεται ο θόλος 3. муз. το τύμπανο, το ταμπούρλο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > барабан
-
2 бункер
1. мор. (топливная цистерна) η αποθήκη καυσίμωνугольный - του άνθρακα, η ανθρακαποθήκη2. мор. (топливо) τα καύσιμα (για εφοδιασμό του πλοίου) 3. (для хранения сыпучих и кусковых материалов) η αποθήκη, το αμπάρι- для скрапа мет. - παλιοσίδηρων- με σκραπРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бункер
-
3 коллектор
тех. о συλλέκτ/ηςГребешки - а эл. σημεία στήριξης του - ηканализационный - о συλλεκτήρας της αποχέτευσης/των ομβρίωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > коллектор